- φαρμοκοτεχνικός
- -ή, -ό1. αυτός που σχετίζεται με τη φαρμακοτεχνία (βλ. λ.), με τις τεχνικές μεθόδους της φαρμακευτικής: Φαρμακοτεχνικό εργαστήριο.2. το αρσ. ως ουσ., φαρμακοτεχνικός ο φαρμακοτέχνης (βλ. λ.).3. το θηλ. ως ουσ., φαρμακοτεχνική φαρμακοτεχνία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.